αντωνυμικός

αντωνυμικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στην αντωνυμία ή παράγεται από αντωνυμία: Στη νεοελληνική γλώσσα έχουμε αντωνυμικά επιρρήματα (π.χ. πού, πώς, αλλού, παντού κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντωνυμικός — ή, ό (Α ἀντωνυμικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντωνυμία νεοελλ. ο παραγόμενος από αντωνυμία …   Dictionary of Greek

  • ἀντωνυμικά — ἀντωνυμικός pronominal neut nom/voc/acc pl ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc/acc dual ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικόν — ἀντωνυμικός pronominal masc acc sg ἀντωνυμικός pronominal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικαί — ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικοῖς — ἀντωνυμικός pronominal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικοῦ — ἀντωνυμικός pronominal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικῆς — ἀντωνυμικός pronominal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικῇ — ἀντωνυμικός pronominal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμική — ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικήν — ἀντωνυμικός pronominal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”